„βασανίζω“: μεταβατικό ρήμα βασανίζω [vasaˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) foltern, quälen, plagen foltern βασανίζω υποβάλλω σε βασανιστήρια βασανίζω υποβάλλω σε βασανιστήρια quälen, plagen βασανίζω απασχολώ έντονα βασανίζω απασχολώ έντονα