βαθμολογία
[vaθmoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Zensurθηλυκό | Femininum, weiblich fβαθμολογία βαθμοίNotenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplβαθμολογία βαθμοίBenotungθηλυκό | Femininum, weiblich fβαθμολογία βαθμοίβαθμολογία βαθμοί
- Zeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nβαθμολογία σχολικός έλεγχοςβαθμολογία σχολικός έλεγχος
- Punktwertungθηλυκό | Femininum, weiblich fβαθμολογία αθλητισμός | Sportαθλβαθμολογία αθλητισμός | Sportαθλ
- Punkttabelleθηλυκό | Femininum, weiblich fβαθμολογία πίνακαςβαθμολογία πίνακας
esempi
- βαθμολογία ομάδας αθλητισμός | SportαθλMannschaftswertungθηλυκό | Femininum, weiblich f