„βία“: θηλυκό βία [ˈvia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gewalt, Eile, Hast Gewaltθηλυκό | Femininum, weiblich f βία εξαναγκασμός βία εξαναγκασμός Eileθηλυκό | Femininum, weiblich f βία βιασύνη Hastθηλυκό | Femininum, weiblich f βία βιασύνη βία βιασύνη esempi ανωτέρα βία höhere Gewaltθηλυκό | Femininum, weiblich f ανωτέρα βία με τη βία mit Gewalt με τη βία μη βία Gewaltlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f μη βία