„βάλσαμο“: ουδέτερο βάλσαμο [ˈvalsamo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Balsam Balsamαρσενικό | Maskulinum, männlich m (για für , auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) βάλσαμο βάλσαμο esempi βάλσαμο χειλιών Fettstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich m βάλσαμο χειλιών