αφοσιωμένος
[afosioˈmenos], αφοσιωμένη, αφοσιωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- anhänglichαφοσιωμένος σε άτομοαφοσιωμένος σε άτομο
- engagiertαφοσιωμένος σε σκοπόαφοσιωμένος σε σκοπό