ατημέλητος
[atiˈmelitos], ατημέλητη, ατημέλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- nachlässig, saloppατημέλητοςατημέλητος
- strähnigατημέλητος μαλλιάατημέλητος μαλλιά