„αρχοντικός“ αρχοντικός [arxondiˈkos], αρχοντική, αρχοντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vornehm, nobel vornehm, nobel αρχοντικός αρχοντικός