αρχιτεκτονικός
[arçitektoniˈkos], αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- architektonischαρχιτεκτονικόςαρχιτεκτονικός
esempi
- αρχιτεκτονικό γραφείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nArchitektenbüroουδέτερο | Neutrum, sächlich n