„αρετή“: θηλυκό αρετή [areˈti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Tugend, Vorzug Tugendθηλυκό | Femininum, weiblich f αρετή αρετή Vorzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρετή προτέρημα αρετή προτέρημα