αποχή
[apoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verzichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m (από auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)αποχήαποχή
- Enthaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποχή από τις εκλογέςαποχή από τις εκλογές
esempi
- Stimmenthaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f