αποτοξίνωση
[apotoˈksinosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Entgiftungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποτοξίνωση ιατρική | Medizinιατραποτοξίνωση ιατρική | Medizinιατρ
- Entzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mαποτοξίνωση από ναρκωτικάαποτοξίνωση από ναρκωτικά
esempi
- αρχίζω αποτοξίνωσηauf Entziehungskur gehen