„αποθηκεύω“: μεταβατικό ρήμα αποθηκεύω [apoθiˈkjevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) lagern, speichern lagern αποθηκεύω αποθηκεύω (ab)speichern αποθηκεύω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ αποθηκεύω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ esempi αποθηκεύω οριστικά endlagern αποθηκεύω οριστικά