αποδοτικότητα
[apoðotiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Produktivitätθηλυκό | Femininum, weiblich fαποδοτικότητα παραγωγικότητααποδοτικότητα παραγωγικότητα
- Leistungsfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαποδοτικότητα μηχανής, εργάτηαποδοτικότητα μηχανής, εργάτη
- Ergiebigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαποδοτικότητα αποδοτική δύναμηErtragsfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαποδοτικότητα αποδοτική δύναμηαποδοτικότητα αποδοτική δύναμη
- Effizienzθηλυκό | Femininum, weiblich fαποδοτικότητα αποτελεσματικότητααποδοτικότητα αποτελεσματικότητα