απλότητα
[aˈplotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Einfachheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπλότητααπλότητα
- Schlichtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπλότητα απεριττοσύνηαπλότητα απεριττοσύνη