„απλησίαστος“ απλησίαστος [apliˈsiastos], απλησίαστη, απλησίαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) unnahbar unnahbar απλησίαστος απλησίαστος