απελευθερωτικός
[apelefθerotiˈkos], απελευθερωτική, απελευθερωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- απελευθερωτικό κίνημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nBefreiungsbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich fFreiheitsbewegungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απελευθερωτικός αγώναςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBefreiungskampfαρσενικό | Maskulinum, männlich mFreiheitskampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m