απεικόνιση
[apiˈkonisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Abbildουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπεικόνισηαπεικόνιση
esempi
- απεικόνιση οθόνης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υScreenshotαρσενικό | Maskulinum, männlich m