„απαράμιλλος“ απαράμιλλος [apaˈramilos], απαράμιλλη, απαράμιλλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) sondergleichen sondergleichen απαράμιλλος απαράμιλλος