απαλλοτριωμένος
[apalotrioˈmenos], απαλλοτριωμένη, απαλλοτριωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- απαλλοτριωμένος χώροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBaustelleθηλυκό | Femininum, weiblich fBaugeländeουδέτερο | Neutrum, sächlich n