„απαγγέλλω“: μεταβατικό ρήμα απαγγέλλω [apaŋˈgjelo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vortragen, aufsagen, verkünden vortragen, aufsagen απαγγέλλω ποίημα απαγγέλλω ποίημα verkünden απαγγέλλω νομικός όρος | Rechtswesenνομ απόφαση απαγγέλλω νομικός όρος | Rechtswesenνομ απόφαση