ανώφελος
[aˈnofelos], ανώφελη, ανώφελοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unnützανώφελος άχρηστοςανώφελος άχρηστος
- vergeblichανώφελος μάταιοςανώφελος μάταιος