αντιολισθητικός
[andiolisθitiˈkos], αντιολισθητική, αντιολισθητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- rutschfest, rutschsicherαντιολισθητικόςαντιολισθητικός
esempi
- αντιολισθητική αλυσίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fGleitschutzketteθηλυκό | Femininum, weiblich f