„ανθρωποκτονία“: θηλυκό ανθρωποκτονία [anθropoktoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Totschlag Totschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανθρωποκτονία ανθρωποκτονία esempi ανθρωποκτονία εξ αμελείας fahrlässige Tötungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανθρωποκτονία εξ αμελείας