„ανηφορικός“ ανηφορικός [aniforiˈkos], ανηφορική, ανηφορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ansteigend ansteigend ανηφορικός ανηφορικός