ανηλικιότητα
[anilikjiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Minderjährigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανηλικιότηταανηλικιότητα
- Unmündigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανηλικιότητα νομικός όρος | Rechtswesenνομανηλικιότητα νομικός όρος | Rechtswesenνομ