ανεπίσημος
[aneˈpisimos], ανεπίσημη, ανεπίσημοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- informellανεπίσημοςανεπίσημος
- inoffiziellανεπίσημος όχι επίσημοςανεπίσημος όχι επίσημος