αναχρονιστικός
[anaxronistiˈkos], αναχρονιστική, αναχρονιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- anachronistisch, unzeitgemäßαναχρονιστικόςαναχρονιστικός