„αναφέρω“: μεταβατικό ρήμα αναφέρω [anaˈfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) erwähnen, aufführen, melden, berichten erwähnen αναφέρω αναφέρω aufführen αναφέρω παράδειγμα αναφέρω παράδειγμα melden, berichten αναφέρω έγκλημα αναφέρω έγκλημα