„ανασχηματίζω“: μεταβατικό ρήμα ανασχηματίζω [anasçimaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) umbilden umbilden ανασχηματίζω πολιτική | Politikπολιτ ανασχηματίζω πολιτική | Politikπολιτ