„αναπηδώ“: αμετάβατο ρήμα αναπηδώ [anapiˈðo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) zurückprallen, emporschießen zurückprallen αναπηδώ αναπηδώ emporschießen αναπηδώ συντριβάνι αναπηδώ συντριβάνι esempi αναπηδώ προς τα πίσω zurückschnellen, zurückspringen αναπηδώ προς τα πίσω