αναμορφώνω
[anamorˈfono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- umgestalten, neu gestaltenαναμορφώνωαναμορφώνω
- umbauenαναμορφώνω κτήριοαναμορφώνω κτήριο