„ανακρίνω“: μεταβατικό ρήμα ανακρίνω [anaˈkrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vernehmen, verhören vernehmen, verhören ανακρίνω νομικός όρος | Rechtswesenνομ ανακρίνω νομικός όρος | Rechtswesenνομ