ανακουφισμένος
[anakufizˈmenos], ανακουφισμένη, ανακουφισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- erleichtertανακουφισμένος άνθρωποςανακουφισμένος άνθρωπος