αναβολή
[anavoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vertagungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναβολή συνεδριάσεως, διαπραγματεύσεωναναβολή συνεδριάσεως, διαπραγματεύσεων
- Aufschubαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναβολή πληρωμήςαναβολή πληρωμής
- Verschiebungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναβολή γιορτής, ραντεβούαναβολή γιορτής, ραντεβού