ανέφικτος
[aˈnefiktos], ανέφικτη, ανέφικτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unerreichbarανέφικτοςανέφικτος
- undurchführbarανέφικτος σχέδιοανέφικτος σχέδιο