ανάκτηση
[aˈnaktisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wiedererlangungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάκτησηανάκτηση
- Abrufαρσενικό | Maskulinum, männlich mανάκτηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ δεδομένωνανάκτηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ δεδομένων
esempi
- ανάκτηση θερμότητας τεχνική | TechnikτεχνWärmerückgewinnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανάκτηση νηφαλιότηταςAusnüchterungθηλυκό | Femininum, weiblich f