„ακρογιάλι“: ουδέτερο ακρογιάλι [akroˈjali]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, ακρογιαλιά [akrojaˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Küste, Strand Küsteθηλυκό | Femininum, weiblich f ακρογιάλι ακτή ακρογιάλι ακτή Strandαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακρογιάλι παραλία ακρογιάλι παραλία