ακροατήριο
[akroaˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (Zu-)Hörerschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fακροατήριοPublikumουδέτερο | Neutrum, sächlich nακροατήριοακροατήριο
- Auditoriumουδέτερο | Neutrum, sächlich nακροατήριο αίθουσαακροατήριο αίθουσα