ακριβής
[akriˈvis], ακριβής, ακριβέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ακριβής οδηγίες
- pünktlichακριβής άνθρωπος, στην ώρα τουακριβής άνθρωπος, στην ώρα του
- richtig, zutreffendακριβής αληθήςακριβής αληθής