ακατοίκητος
[akaˈtikjitos], ακατοίκητη, ακατοίκητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unbewohntακατοίκητος που δεν κατοικείταιακατοίκητος που δεν κατοικείται
- unbewohnbarακατοίκητος που δε μπορεί να κατοικηθείακατοίκητος που δε μπορεί να κατοικηθεί