ακατάστατος
[akaˈtastatos], ακατάστατη, ακατάστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unordentlichακατάστατοςακατάστατος
- ungeregelt, liederlichακατάστατος ζωήακατάστατος ζωή
- unbeständig, wechselhaftακατάστατος καιρόςακατάστατος καιρός