ακατάβλητος
[akaˈtavlitos], ακατάβλητη, ακατάβλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unbezwinglich, unverwüstlichακατάβλητοςακατάβλητος
- offenακατάβλητος εμπόριο | Handelεμπακατάβλητος εμπόριο | Handelεμπ