ακαλλιέργητος
[akaliˈerjitos], ακαλλιέργητη, ακαλλιέργητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unbestellt, brachακαλλιέργητος γη, χωράφιακαλλιέργητος γη, χωράφι
- ungebildet, unkultiviertακαλλιέργητος αμόρφωτοςακαλλιέργητος αμόρφωτος