αερολόγος
[aeroˈloɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f οικείο | umgangssprachlichοικ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schaumschlägerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαερολόγοςαερολόγος