αδιέξοδο
[aðiˈeksoðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Sackgasseθηλυκό | Femininum, weiblich fαδιέξοδο δρόμοςαδιέξοδο δρόμος
- Ausweglosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαδιέξοδο μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφSackgasseθηλυκό | Femininum, weiblich fαδιέξοδο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαδιέξοδο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ