αδιάλυτος
[aˈðialitos], αδιάλυτη, αδιάλυτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- unlöslichαδιάλυτος ουσίααδιάλυτος ουσία
- unauflösbarαδιάλυτος που δε διαλύεταιαδιάλυτος που δε διαλύεται
- unaufgelöstαδιάλυτος που δε διαλύθηκεαδιάλυτος που δε διαλύθηκε