„αγρότης“: αρσενικό αγρότης [aˈɣrotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bauer, Landwirt Bauerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αγρότης Landwirtαρσενικό | Maskulinum, männlich m αγρότης αγρότης