„αγρόκτημα“: ουδέτερο αγρόκτημα [aˈɣroktima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gut, Gehöft, Bauernhof, Farm Gutουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγρόκτημα Gehöftουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγρόκτημα Bauernhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m αγρόκτημα Farmθηλυκό | Femininum, weiblich f αγρόκτημα αγρόκτημα