„αγέμιστος“ αγέμιστος [aˈjemistos], αγέμιστη, αγέμιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ungefüllt, leer, ungeladen ungefüllt, leer αγέμιστος αγέμιστος ungeladen αγέμιστος όπλο αγέμιστος όπλο