„έρμα“: ουδέτερο έρμα [ˈerma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Ballast Ballastαρσενικό | Maskulinum, männlich m έρμα έρμα